-
1 скважина
η γεώτρησ/ηартезианская - το αρτεσιανό φρέαρ/πηγάδιнефтяная - η πετρε-λαιοπηγή, το φρεάτιο ανόρυξης του πετρελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скважина
-
2 скважина
-ы θ.οπή, τρύπα• σχισμή, χαραμάδα (σε αντικείμενο ή στο έδαφος)•скважина в крыше τρύπα στη στέγη•
-ы двери οι χαραμάδες της πόρτας•
замочная скважина η κλειδαρότρυπα•
буровая скважина πηγή εξόρυξης• πηγάδι, φρέαρ•
нефтяная скважина πετρελαιοπηγή, πηγάδι πετρελαίου.